Χίλιες σκέψεις και χιλιάδες λέξεις στροβιλίζονται στο κεφάλι μου. Προσπαθούν να πάρουν μορφή. Προσπαθούν να γίνουν προτάσεις. Να μπούνε σε μια σειρά, σαν τρενάκι, και να πάνε κάπου. Να πούνε κάτι. Κι όλο πέφτουν η μια πάνω στην άλλη. Κοπανιούνται, κουτουλάνε σαν τους στραβούς στον Άδη, πέφτουν, χτυπάνε γόνατα και στραμπουλάνε πόδια. Και καμμιά σειρά δεν μένει ίσια. Καμμιά πρόταση ολόκληρη. Κι όταν φτάσουν τελικά στην έξοδο –έστω κολοβές και στη λάθος σειρά- βλέπουν πως η πόρτα είναι πολύ μικρή και δεν χωράνε. Και πέφτουν η μία πάνω στην άλλη, στην πόρτα. Και σωριάζονται η μια πάνω στην άλλη. Και δεν φτάνουν πουθενά. Εκεί, στην πόρτα, είναι το τέλος της διαδρομής τους.
Η θύρα 7 των συλλογισμών…
είναι οι λέξεις μας ανθρακωρύχοι χωρίς φώτα στο κράνος που σκάβουνε και σκάβουνε να βρουνε άνθρακα και βρίσκουν τελικά άνθρακα ή και κανά θησαυρό και σκάβουνε και σκάβουνε και είναι τυχεροί αν δεν γκρεμιστεί η στοά και όταν βγαίνουνε στην επιφάνεια βρισκονται ξαφνικά στο δρόμο κι εκει υπάρχει ο κίνδυνος να τους πατήσει κάποιος οδοστρωτήρας που ο οδηγός του είναι τυφλός μα δεν το φανέρωσε ποτέ για να πάρει ή να κρατήσει τη δουλειά..
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
@ Που ξέρεις όμως; Μπορεί να τα καταφέρουν να γλυτώσουν από τον οδοστρωτήρα τελικά. Ή να είναι σαν τα μίκυ μάους. Που τα πατάει οδοστρωτήρας και τα κάνει πλακέ, αλλά μετά αυτά σηκώνονται, τινάζονται και συνεχίζουν απτόητα…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Άνθρακες οι λέξεις σας.Το ξέρετε το τραγούδι?Όλαρία ολαρά,χιόνι πέφτει από ψηλά…Συνεχίστε απτόητοι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!