3η Πάροδος Μακεδονίας 3 – Μέρος β’


Υπόγειο, με –νομίζω- τρία διαμερίσματα. Αλλά ποιοί έμεναν σ’ αυτά; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Μόνο μια οικογένεια θυμάμαι. Η Ευανθία με τη μάνα της, τη Θεοπίστη. Κάποια στιγμή άφησαν το υπόγειο και βρέθηκαν στο ρετιρέ. Η Ευανθία λοιπόν. Λίγο σαλεμμένη με μια μάνα μαυροφόρα που είχε μια ελαφριά ακράτεια και δεν έκανε και συχνά μπάνιο με αποτέλεσμα να αφήνει ένα χαρακτηριστικό «άρωμα» στο διάβα της. Πάντα ήξερα πότε είχε περάσει η κυρά Θεοπίστη, όταν έμπαινα στην πολυκατοικία. Πρέπει να είχε κι έναν αδελφό παντρεμμένο η Ευανθία. Ήταν καλές γυναίκες αλλά στην κοσμάρα τους και οι δύο. Η Ευανθία αγράμματη όπως και η μάνα της. Μια φορά που θα έκαναν ευχέλαιο χτύπαγε τις πόρτες της οικοδομής να μας καλέσει λέγοντας: «Κυρία Ανθή, θα έρθετε αύριο στο σπίτι μας; Έχουμε ευκοίλια…». Με μια σύνταξη πρέπει να ζούσαν αλλά στη γειτονιά λέγανε διάφορα για την Ευανθία, που έφταναν στ’ αυτιά μας ακαταλαβίστικα. Μεγαλώνοντας κατάλαβα τι σήμαινε αυτό που ψιθύριζαν οι γειτόνισσες μεταξύ τους, πως την Ευανθία την πήδαγε όποιος ήθελε γιατί το είχε χαμένο και δεν καταλάβαινε τι έκανε. Αλήθεια; ψέμματα; Ποιός ξέρει; Πάντως τη θυμάμαι να χαριεντίζεται με διάφορους μαντράχαλους και όσο κι αν ήμουν μικρούλα, το βλέμμα των μαντράχαλων δεν μου άρεσε. Φαινόταν πως την κορόιδευαν.
Στο σπίτι της Ευανθίας (το υπόγειο) μας είχε αφήσει η μάνα μου όταν έτρεξε σαν τρελή στο νοσοκομείο, τον Άγιο Δημήτριο, γιατί την ειδοποίησαν πως η γιαγιά είχε σπάσει το πόδι της. Εκείνο το απόγευμα, παίζοντας η αδελφή μου με το ανήψι της Ευανθίας έσπασε το χέρι της. Γύρισε η μάνα μου από το νοσοκομείο να μας μαζέψει και πίσω πάλι, αυτή τη φορά με την κόρη. Έτσι είχε δύο Ανθές στο νοσοκομείο, τη μάνα και την κόρη της. Τη μία στο ορθοπεδικό και την άλλη στο παιδιατρικό. Με σπασμένο το χέρι τη μικρή και με διαλυμμένο το κόκκαλο ανάμεσα στο μηρό και τη λεκάνη τη μεγάλη. Της κλήρωσε της μάνας μου ο πρώτος λαχνός. Νοσοκομείο, δουλειά και ακόμα δυό παιδιά στο σπίτι. Άλλης τεχνολογίας άνθρωποι αυτοί. Δεν ξέρω αν θα το άντεχα.
Ευτυχώς η μικρή Ανθή ήταν πολύ μικρή και το χεράκι της έδεσε γρήγορα. Σε μια βδομάδα έπαιζε μπάλλα με το χέρι στο γύψο. Της άλλης Ανθής της πήρε περισσότερο χρόνο να έρθει στα ίσα της. Κι ευτυχώς που για μένα και την άλλη αδελφή μου υπήρχαν τα κορίτσια της κυρα Στέλλας να μας προσέχουν όταν η μαμά ήταν στη δουλειά ή στο νοσοκομείο. Η Βέτα και η Ρίτσα. Έμεναν στο ισόγειο με τη μάνα και τον πατέρα τους. Την κυρά Στέλλα και τον κυρ Κώστα. Οικοδόμος ο κυρ Κώστας. Καλός άνθρωπος, αριστερός αλλά είχε ένα κακό χούι. Έπινε. Δεύτερο σπίτι είχε κάνει την ταβέρνα της χήρας της Τσαπατώραινας. Μέχρι και το φαγητό που μαγείρευε η γυναίκα του, το έπαιρνε να το φάει στης Τσαπατώραινας με τα φιλαράκια του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν δούλευε πάντα, έπινε και τα μισά απ’ όσα έβγαζε, ζορίζονταν η κυρά Στέλλα και τα κορίτσια. Η μάνα μου τα δυο κορίτσια τ’ αγαπούσε πολύ. Πρέπει όταν πήγαμε στην οικοδομή να ήταν μικρότερες από 15 χρονών. Μέσα στο σπίτι μας ήταν συνέχεια. Αγαπούσαν τη μάνα μου σαν αδελφή και σαν μάνα, παρόλο που δεν είχαν μεγάλη διαφορά στην ηλικία. Σ’ αυτές και κυρίως στη Ρίτσα, τη μικρή, βασίστηκε η μάνα μου όσο καιρό έμεινε η γιαγιά στο νοσοκομείο. Και δεν ήταν λίγος. 40 μέρες τουλάχιστον…
Τα κορίτσια το σχολείο το σταμάτησαν όταν τέλειωσαν το δημοτικό και είπαν να μάθουν καμμιά τέχνη να πορευτούν στη ζωή γιατί ο κυρ Κώστας είπαμε… Πρώτος στη χαρά, το τραγούδι και την παρέα αλλά καθόλου δεν σκεφτόταν πως θα γίνει με τα κορίτσια. Να τους κάνει κάτι για προίκα. Άσε που όταν ήταν μεθυσμένος ή αναποδιασμένος τους έρριχνε κι ένα χέρι ξύλο. Η Βέτα δεν θυμάμαι τι έκανε αλλά η Ρίτσα έμαθε κομμώτρια. Άνοιξε κι ένα κομμωτήριο στη γειτονιά αλλά δεν το κράτησε πολύ. Μάλλον δεν πήγαινε καλά παρόλο που η γειτονιά σ’ αυτήν χτενιζότανε. Πολύ μου άρεσε να είμαι στο κομμωτήριο και να χαζεύω όλα αυτά τα μαγικά πράγματα που υπήρχαν εκεί. Ειδικά τις λακ. Υπήρχε η καλή η λακ, η αγοραστή κι αυτή που έφτιαχνε μόνη της και την έβαζε σε κάτι πλαστικά χρωματιστά μπουκάλια που είχαν σπρέι και όταν τα πάταγες έκαναν φους φους… Το πιο τέλειο όμως απ’ όλα ήταν πως είχε πολλά περιοδικά, απ’ αυτά που δεν έμπαιναν ποτέ σπίτι μας γιατί η μάνα μου τα θεωρούσε χαμμένο χρόνο να τα διαβάζεις και χαμμένο χρήμα να τα αγοράζεις. Ρομάντσο, Φαντάζιο, Βεντέττα… Που με έχανες που με έβρισκες, στο κομμωτήριο της Ρίτσας να διαβάζω. Έλεγα και στη μάνα μου πως θέλω να γίνω κι εγώ κομμώτρια και φρίκαρε η καημένη. Άλλα όνειρα είχε για μένα.
Στο τέλος τα κορίτσια είδαν κι αποείδαν, την έκαναν για τη Γερμανία. Πρώτα η μεγάλη και σε λίγο καιρό πήρε και τη μικρή μαζί της. Τη θυμάμαι τη μέρα που θα έφευγαν τα κορίτσια. Είχε μαζευτεί όλο το στενό να τις αποχαιρετήσει. Κοριτσάκια και οι δύο, με δύο τεράστιες βαλίτσες έφευγαν για ένα μέρος που μου φαινόταν απίστευτα μακρυνό να πάνε να δουλέψουν σε εργοστάσιο!!!
Στη Γερμανία η Βέτα παντρεύτηκε το Χάινε. «Χάινε μου» τον φώναζε και όλοι τη μακαρίσανε για την τύχη της που παντρεύτηκε Γερμανό. Άλλη ποιότητα οι Γερμανοί… Κολοκύθια με τη ρίγανη. Ένας βλαχογερμανός ήταν, ντάλε κουάλε οι δικοί μας ελληναράδες αλλά στο πιο ξανθό και τώρα απ’ ότι έμαθα απ’ τη μάνα μου, η Βέτα που κοντέυει τα 60 αν δεν τα πέρασε, ζει στη Γερμανία με ψυχολογικά προβλήματα και αντικαταθλιπτικά. Η Ρίτσα δεν άντεξε στη Γερμανία. Γύρισε πίσω, έκανε διάφορες δουλειές και τώρα ζει με την κυρά Στέλλα στο Βόλο. Ακόμα όμως έχουν επαφή με τη μάνα μου και όταν κάποια φορά η μάνα μου βρέθηκε στην ανάγκη, πάλι η Ρίτσα με την κυρά Στέλλα έτρεξαν από το Βόλο να της συμπαρασταθούν…
Στη φωτογραφία η Βέτα αριστερά και η Ρίτσα κρατάνε στην αγκαλιά τους τις αδελφές μου μετά τη βάφτισή τους. Εμένα με κρατάει η Άννα μια άλλη γειτονοπούλα.

17 thoughts on “3η Πάροδος Μακεδονίας 3 – Μέρος β’

  1. Άλλης τεχνολογίας, όντως φίλε μου…Ξέρεις κάτι όμως; Ζούσαν σε άλλες συνθήκες. Φαντάζομαι πως σε δύσκολες καταστάσεις, όλοι μας μπορούμε να ανακαλύψουμε μέσα μας δυνάμεις που ούτε καν τις φανταζόμαστε. Γιατί όπως έλεγε και η σοφή γιαγιούλα μου «θεέ μου μη μου δώσεις όσα μπορώ ν’ αντέξω»

    Μου αρέσει!

  2. ναι σιγουρα.κανεις δε γεννιεται σκληρος η μαλθακος η δεν ξερω γω τι αλλο.οι συνθηκες ζωης μας διαμορφωνουν σε μεγαλο βαθμο.ομως μεσα στην ευκολια που μας πνιγει σημερα ειναι να απορεις κοιταζoντας πισω

    Μου αρέσει!

  3. @ Surrealist, είναι στιγμές που νομίζω πως θα ξυπνήσω, θα ανοίξω την πόρτα και θα κατέβω να παίξω στο δρόμο για να γυρίσω ακόμα μια φορά στη μάνα μου με ανοιγμένα γόνατα…@ ocean soul, ω ναι…@ Σκύλε γιαβρί μ’, κάτι ήξερε η μάνα μου που δεν τα έβαζε στο σπίτι. Νάτα τώρα τα χαίρια μου…Αλλά και που να το είχα το μυαλό μου; Ο Κούντερα δεν είχε δημοσιεύσει κάτι τότε…Σμουτς!

    Μου αρέσει!

  4. @ ocean soul, ανοιγμένα ήταν τα γόνατα, σαν τριαντάφυλλο ανθισμένο, ξέρω τι λέω…Άρλεκιν; Μπα… προτιμούσα Αγκάθα Κρίστισε βίπερ ή «Μικρό σερίφη».

    Μου αρέσει!

  5. Ένα ύποπτο υπόγειο που έφτασε στο ρετιρέ, η χειροποίητη λακ, τα αντικαταθλιπτικά κάτω από τον ουρανό της γερμανίας…Ξέρεις, αυτό που σήμερα λέγεται κουτσομπολιό, το αποκρουστικό μείγμα περιέργειας, φθόνου, κομπλεξ, αργόσχολης και απαίδευτης συμπεριφοράς και σκατοψυχίας, κάποτε ήταν αλλιώς. Πολύ αλλιώς!Κάποτε οι άνθρωποι μαζεύονταν και λέγανε ιστορίες. Όπως οι δικιές σου. Ιστορίες αληθινές, με νόημα και ουσία. Δίχως φθόνο ή χλευασμό. Ιστορίες διδακτικές, παραδείγματα ζωής προς μίμηση ή αποφυγή. Λόγια και εμπειρίες εξ ακοής, που όσοι τις άκουγαν, δεν ξεχνούσαν ποτέ και κάποια στιγμή στην ζωή τους γυρνούσαν πίσω σε αυτές τις ιστορίες να συμβουλέψουν τον εαυτό τους… Σαν τα έπη του Ομήρου, που η περιγραφή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα των Πρωταγωνιστών γαλούχισε γενιές ολόκληρες Ελλήνων, μαθαίνοντάς τους πως είναι η ιδανική συμπεριφορά και ποια είναι τα λάθη, οι παγίδες της ζωής.Κρίμα που σήμερα όλα είναι τόσο αλλιώς. Μέχρι και το κουτσομπολιό.Καλησπέρες Daria!

    Μου αρέσει!

  6. άλλης τεχνολογίας οι καιροί..οι περισσότεροι απ αυτούς που πήγαν γερμανία και «αφομοιώθηκαν», αργά ή γρήγορα κατέρρευσαν..Είναι ο τόπος τέτοιος εκεί, ώστε μένεις πάντα ξένος.. Το κείμενο στάζει νοσταλγία..

    Μου αρέσει!

  7. Συνήθως οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις αποπνέουν ένα κλίμα νοσταλγίας, που δεν ταιριάζει στα αναγνωστικά μου γούστα. Το ξεκίνησα λοιπόν μ’ επιφύλαξη. Εδώ όμως, η όποια νοσταλγία αποφεύγει την ωραιοποίηση, αποπνέει έναν τόνο πίκρας και μια αίσθηση ματαίωσης. Αλλά το πιο ωραίο είναι η γραφή σου: φυσική, αβίαστη, ανεπιτήδευτη. Εν ολίγοις, το χάρηκα. (Φτου σου, γαμώτο, πάλι σαν τους κριτικούς μίλησα. Βρε, λες να μου γίνει χούι;)

    Μου αρέσει!

  8. Νταρια σημερα ειχα ωρα στη διαθεση μου και το απολαυσα!Πολυ πολυ ωραιο κειμενο,εκπληκτικα λιτη κι αβιαστη η διηγηση σου και βεβαια η ταβερνα της Τσαπατωραινας που εκανε σαρδελα στα καρβουνα πισω στο κηπακι της.Δεν ξερω ποτε εφυγες απο Θεσσαλονικη παντως μεχρι το 1980 υπηρχε ακομη.φιλια πολλα καλη μου

    Μου αρέσει!

  9. Κάθε πόρτα και μια ιστορίαΚαθε ιστορία και ενα παράθυροανοικτό(η κλειστό) με εικόνες και μυρωδιές απο κάθε λογής πράγματαΣε κάθε ζωή υπάρχουν οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοιΠρωταγωνιστές και κομπάρσοι ολοι μαςκαι θεατές καθε φορά που ανοίγειενα παράθυρο και ξετυλίγεται μπροστάστα μάτια μας η ζωη κάποιων άλλων…Καλο Σαββατοκύριακο καλή μουκοτσυφοφιλώ σετσίου!!!

    Μου αρέσει!

  10. @ Ξέρεις τι γίνεται βρε Από Μηχανής θεέ; Κουτσομπολιό υπήρχε πάντα και πολλές φορές κακεντρεχές. Τότε απλά δεν είχε γίνει πανελλήνιας εμβέλειας. Λέγανε δλδ η μία για την κόρης της άλλης, θέλοντας να δείξουν πως η δικιά τους κόρη ήταν καλύτερη, ηθικότερη και τιμιότερη, αλλά συνήθως στα ζόρια θα ήταν δίπλα σου κι αυτές που σε κουτσομόπλεψαν. Γιατί όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαν και δεν υπήρχαν τηλεοπτικές σειρήνες να τους παίρνουν τα μυαλά. Άντε λίγο τα περιοδικά αλλά όχι σε βαθμό ομαδικής παράκρουσης. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Τώρα δεν κάνει εντύπωση να μην έχεις να φας αλλά να κρατάς Prada. Τότε, αν το έκανες, θα ήσπουν το σούργελο της γειτονιάς…Φιλιά θεέ…@ px, λίγη κριτική δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Άλλωστε δεν τα γράφω με κανένα απώτερο σκοπό λογοτεχνικό. Έφαγα μια φλασιά κάποια στι γμή να τα καταγράψω. Αν όποιος τα διαβάζει τα ευχαριστιέται όσο κι εγώ που τα γράφω χαίρομαι στ’ αλήθεια.Το πάρτι πήγε καλά; Η μουσικές βοήθησαν;@ faraona μου, είχα πάει κι εγώ στην ταβέρνα της Τσαπατώραινας όταν μεγάλωσα κάπως, τότε που δεν αφήναμε κουτούκι για κουτούκι που να μην πάμε. Προς τρόμο της μαμάς μου που θεωρούσε πως και το να πατήσεις το πόδι σου σ’ αυτόν τον οίκο της απωλείας θα σε κάνει αυτοστιγμί τελειωμένο αλκοολικό. Δεν την αδικώ τώρα, είχε ζήσει και είχε περάσει πολλά. Τότε όμως είχε φάει πολύ μεγάλη κοροϊδία γιαυτούς τους φόβους της…Σου είπα ευχαριστώ;@ Καλημέρα κοτσύφι. Δίκιο έχεις, όλοι αυτοί δεν ήταν πρωταγωνιστές της ζωής μου. Ήταν δεύτεροι ρόλοι αλλά με μαγάλη τελικά επίδραση πάνω μου/μας.@ SUN W KNIGHT και Ho Tsi Minh, καλώς ήρθατε και σας ευχαριστώ.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε